Κάποτε σαν κοιμάτ' η γη καθιζω μαγεμένος
κάτω απ' το θόλο που ψηλά ξάστερος λάμψεις ραίνει,
φουγκράζομαι αν αχός κανείς πέφτ' ουρανοσταλμένος,
κι η ώρα, μάταια, η φτερωτή μ' αγγίζει και διαβαίνει,
σα βλέπω την αιώνια αυτή γιορτή που με θαμπώνει,
χρυσολουσμένη δείχνοντας την πλάση σα νυχτώνει.
Πιστεύω ο θόλος τότ' αυτός ο μυριο-ηλιοσπαρμένος
ότι σ' εμένα μοναχά τη λάμψη του όλη χύνει,
πως να τον νοιώσω μοναχά εγώ 'μουν προορισμένος,
πως είμαι - αν και μάταιος ίσκιος κι εγώ που σβήνει -
ο μυστηριώδης βασιλιάς στης νύχτας τη μαγεία,
και πως για μένα γίνεται η ουρανοφωταψία!
κάτω απ' το θόλο που ψηλά ξάστερος λάμψεις ραίνει,
φουγκράζομαι αν αχός κανείς πέφτ' ουρανοσταλμένος,
κι η ώρα, μάταια, η φτερωτή μ' αγγίζει και διαβαίνει,
σα βλέπω την αιώνια αυτή γιορτή που με θαμπώνει,
χρυσολουσμένη δείχνοντας την πλάση σα νυχτώνει.
Πιστεύω ο θόλος τότ' αυτός ο μυριο-ηλιοσπαρμένος
ότι σ' εμένα μοναχά τη λάμψη του όλη χύνει,
πως να τον νοιώσω μοναχά εγώ 'μουν προορισμένος,
πως είμαι - αν και μάταιος ίσκιος κι εγώ που σβήνει -
ο μυστηριώδης βασιλιάς στης νύχτας τη μαγεία,
και πως για μένα γίνεται η ουρανοφωταψία!
Victor Hugo

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου