Arno Breker - Eos (1939)
Canto LXXIII
Καβαλκάντι - Δημοκρατική Αλληλογραφία
Κι ύστερα αποκοιμήθηκα
και στο χαμένο άνεμο ξυπνώντας
είδα και άκουσα,
κι εκείνος που είδα φανερώθηκε καβαλάρης,
και άκουσα :
"Καμίαν εγώ δεν έχω χαρά
τη ράτσα μου βλέποντας να πεθαίνει
μες στη ντροπή και τη λάσπη
Κυβερνημένη απ' τα ψοφίμια
και προδομένη.
Ο Ρούσβελτ, ο Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν
μπάρσταρδοι και εβραιούληδες
Φαγάδες όλοι και ψευταράδες
κι ο λαός ηλίθιος
του ήπιαν το αίμα!
Θάνατος που βρέθηκα στη Σαρζάνα
τώρα περιμένω το εγερτήριο.
Είμαι ο Γκουίντο, αυτός που αγάπησες
για το αγέρωχο πνεύμα
και την αγαθή προαίρεση.
Από την Κυπριακή σφαίρα
γνώρισα τη λάμψη
πάντοτε καβαλάρης
(ποτέ ιπποκόμος)
Μέσ' απ' τους δρόμους του Άστεως
που άλλο όνομα είχε
η πόλη του πόνου
(η Φλωρεντία)
διχασμένη διαρκώς
Κατοικημένη από κόσμο ευέξαπτο και επιπόλαιο
τι ράτσα σκλάβων!
Περνώντας απ' το Αρίμνιο
ένα κορίτσι αντάμωσα
με ηθικό ακμαίο
που τραγουδούσε από χαρά
ξετρελαμένο!
Ήταν μια χωριατοπούλα
λιγάκι παχουλή μα ωραία
στην αγκαλιά δυο Γερμανών
και τραγούδαε
τον έρωτα τον ετραγούδαε
καμιάν ανάγκη δεν είχε να ανέβει
στον ουρανό.
Είχε τραβήξει τους Καναδούς
σ' ένα ναρκοπέδιο
εκεί που ήταν ο Ναός
της ωραίας Ιζόττα.
Βάδιζαν ανά τέσσερις ή ανά πέντε
κι εγώ λαίμαργος
ακόμη για έρωτα ήμουν
παρόλα τα χρόνια μου.
Έτσι είναι όλα
τα κορίτσια στη Ρομάνια.
Οι Καναδοί έρχονταν
να "καθαρίσουν" τους Γερμανούς
να ρημάξουν ό,τι απόμεινε
από την πόλη του Ρίμινι
ζήτησαν να τους δείξει το δρόμο
για τη Βία Εμίλια
από ένα κορίτσι,
κορίτσι που είχαν βιάσει
μια στιγμή μόλις πριν ο άθλιος συρφετός.
- Μάλιστα! Μάλιστα! στρατιώτες!
Αυτός είναι ο δρόμος.
Εμπρός, εμπρός
για τη Βία Εμίλια!
Και πήγε κι εκείνη μαζί τους.
Ο αδερφός της είχε ανοίξει
τις τρύπες για τις νάρκες
εκεί προς τη θάλασσα.
Προς τη θάλασσα η κόρη,
λιγάκι παχουλή μα ωραία,
οδήγησε το φανταρομάνι.
Τι γενναία κούκλα! Τι γενναία κουκλίτσα!
Κι όλα τα έδινε σαν ένα χάδι
από έρωτα αγνό,
τι ηρωίδα!
Αψηφούσε το θάνατο
κερδίζοντας το σπάνιο
πεπρωμένο της.
Παχουλή όχι και τόσο
μα έπιασε το στόχο.
Τι λάμψη!
Στην κόλαση ο εχθρός,
νεκροί είκοσι,
νεκρή κι η κόρη
ανάμεσα σ' αυτόν τον άθλιο όχλο,
σώοι και αβλαβείς οι αιχμάλωτοι.
Της κουκλίτσας το ηθικό
ακμαιότατο
τραγούδαε, τραγούδαε
ξετρελαμένη από χαρά,
τραγούδαε ως το τέρμα του δρόμου
που πάει προς τη θάλασσα.
Δόξα της πατρίδας!
Δόξα! Δόξα!
Να πεθαίνεις για την πατρίδα
μες στη Ρομάνια!
Δεν πέθαναν οι νεκροί,
εγώ κατέβηκα
από τον τρίτο ουρανό
για να δω τη Ρομάνια,
να δω τα βουνά
επάνω στην έφοδο
Τι ωραίος χειμώνας!
όταν ψηλά στο βορρά η πατρίδα γεννιέται ξανά,
και τι κορίτσι!
τι κορίτσια,
και τι αγόρια,
ντυμένα στα μαύρα!
Έζρα Πάουντ,
Τα δύο αποσιωπημένα Cantos
(LXXII-LXXIII)